μουσικώς

μουσικώς
(ΑΜ μουσικῶς)
επίρρ. βλ. μουσικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μουσικῶς — μουσικός musical adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μουσικός — ή, ό, θηλ. και ος μόνο ως ουσ. (ΑΜ μουσικός, ή, όν, Α δωρ. τ. μωσικός, ά, όν) [μούσα (Ι)] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μουσική τέχνη (α. «μουσική σύνθεση» β. «θέατρα ποιητῶν καὶ κύκλιοι χοροὶ καὶ μουσικὰ ἀκούσματα», Πλάτ.) 2. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • ένωδος — ἔνῳδος, ον και ἐνῳδός, όν (Α) αυτός που ενέχει ωδή, μουσικός («ἔνῳδος φωνή»). επίρρ... ἐνῴδως μουσικώς, με μέλος, τραγουδιστά …   Dictionary of Greek

  • ԵՐԱԺՇՏԱԲԱՐ — ( ) NBH 1 0666 Chronological Sequence: Unknown date մ. μουσικῶς musice, concinne Իբրեւ երաժիշտ. օրինօք. բարեվայելչապէս. ... *Ուղղապէս համանգամայն՝ եւ երաժշտաբար անուանեաց. Պղատ. օրին. ՟Է …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”